- ἐπιτελεστικός
- ἐπιτελεστικόςcapable of effecting one's purposemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… … Dictionary of Greek
ἐπιτελεστικά — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose neut nom/voc/acc pl ἐπιτελεστικά̱ , ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc/acc dual ἐπιτελεστικά̱ , ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικόν — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc acc sg ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικώτατον — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc acc superl sg ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικαί — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικοί — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστική — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικήν — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικῷ — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεστικώτατος — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)